-
1 ὑπόγεισος
ὑπό-γεισος, mit einem Obdach, Wetterdach od. einer Traufe; ἡ ὑπόγεισος ist eine Art Hauslaub, ἀείζωον, das in den Dachrinnen wächst -
2 ὑπό-γεισος
ὑπό-γεισος, mit einem Obdach, Wetterdach od. einer Traufe; – ἡ ὑπόγεισος ist eine Art Hauslaub, ἀείζωον, das in den Dachrinnen wächst, Plin. H. N. 25, 102.
См. также в других словарях:
υπόγεισος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το γείσο τής στέγης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγεισον φυτό που φυτρώνει κάτω από το γείσο τής στέγης, όπου τρέχει το νερό τής βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γεῖσον] … Dictionary of Greek